βουβαμάρα
Смотреть что такое "βουβαμάρα" в других словарях:
βουβαμάρα — η η κατάσταση του βουβού, η σιωπή, η σιγή: Γιατί δε μιλάς, σ’ έπιασε βουβαμάρα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουβαμάρα — η η κατάσταση του βωβού, το να παραμένει κανείς άφωνος ή το να μη μπορεί να μιλήσει … Dictionary of Greek
-αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… … Dictionary of Greek
αλαλία — Αρχαία ελληνική πόλη (λεγόταν και Αλαλίη και αργότερα Αλερία) στην ανατολική ακτή της Κορσικής, αποικία των Φωκαέων (565 π.Χ.). Βλ. λ. Αλερία. Ναυμαχία της Α. Μία από τις σημαντικότερες ναυμαχίες της αρχαιότητας, στη Μεσόγειο. Έγινε το 540 π.Χ.… … Dictionary of Greek
αλογία — η (Α ἀλογία) [ἄλογο] έλλειψη λογικής, παραλογισμός αρχ. 1. έλλειψη σεβασμού, εκτιμήσεως ή φροντίδας, αδιαφορία 2. σύγχυση, αταξία, αμηχανία 3. δισταγμός, αμφιβολία, αναποφασιστικότητα 4. σιωπή, βουβαμάρα 5. φρ. «ἐν ἀλογία ἔχω ἢ ποιοῡμαι τι», δεν… … Dictionary of Greek
αφωνία — Ανικανότητα εκφοράς ήχου, και συνεπώς πλήρης απώλεια της φωνής, που είναι αποτέλεσμα οξείας ή χρόνιας φλεγμονής ή όγκων του λάρυγγα, ιδιαίτερα στην περιοχή των φωνητικών χορδών. Η α. μπορεί να είναι και νευρικής φύσης, η οποία οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
βούβα — η [βουβός] 1. η βουβαμάρα 2. (ως επιφ.) πάψε! … Dictionary of Greek
βούβαμα — το [βουβαίνω] η βουβαμάρα … Dictionary of Greek
μιλιά — η 1. ομιλία 2. ο τόνος τής φωνής, η λαλιά, η προφορά («τόν κατάλαβα από τη μιλιά του») 3. (ως προσταγή) σιωπή, σκασμός 4. φρ. α) «δεν θέλω μιλιά» δεν δέχομαι αντίρρηση β) «γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει» λέγεται για τους υπερβολικά ολιγόλογους 5 … Dictionary of Greek
μουγγαμάρα — η 1. το χαρακτηριστικό γνώρισμα και η κατάσταση τού μουγγού, το να μη μπορεί κανείς να μιλήσει, βουβαμάρα 2. μτφ. παρατεταμένη και αμήχανη σιωπή («τί μουγγαμάρα είναι αυτή που σέ έπιασε σήμερα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγγός + κατάλ. αμάρα (πρβλ. βουβ… … Dictionary of Greek
βουβαμός — ο η βουβαμάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)